-
1 участие
η συμμετοχ/ή, η σύμπραξηпринимать - παίρνω μέρος, συμμετέχωденежное - χρηματική/οικονομική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > участие
-
2 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
3 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
4 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
5 условие
1. (соглашение ο чём-л.статья договора требование или предложение) о όρ/οςвносить поправки в - я аккредитива κάνω διορθώσεις στους - ους της πιστωτικής επιστολήςнесоблюдение - й παράβαση/αθέτηση τους - ους- я контракта - οι της συμφω-νίας/σύμβασης2. (тех., мат.) η συνθήκ/η, τα δεδομένα 1. ατμόσφαιρας και θερμοκρασία 273,15 Кпроизводственные - я - ες της παραγωγής, παραγωγικές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условие
-
6 переглядеть
-яжу, -ядишьρ.σ.μ.1. ξανακοιτάζω, ξαναβλέπω.2. κοιτάζω, βλέπω όλα ή πολλά•переглядеть все картины на выставке βλέπω όλους τους πίνακες στην έκθεση.
-
7 присудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. присужденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. (κατά)δικάζω, επιβάλλω ποινή.2. απονέμω, δίνω• βραβεύω•на выставке ему -ли медаль στην έκθεση του έδοσαν μετάλλιο•
жури -ло ему первую премию οι αγωνοδίκες του έδοσαν το πρώτο βραβείο.
См. также в других словарях:
Меледзис, Спирос — Спирос Меледзис (греч. Σπύρος Μελετζής, Имброс 20 января 1906 г. Афины 14 ноября 2003 г.), греческий фотограф, известный в Греции и как фотограф Греческого Сопротивления 1941 1944 гг.[1]. Содержание 1 Биография … Википедия